Μαζί με τους φίλους σας, ας το επισκεφθείτε. Στεγάζεται σε ένα όμορφο πετρόκτιστο κτίριο, δωρεά των Αδελφών Κάππου, χωριανών μας της διασποράς. Ας επιβραβεύσουμε την προσπάθεια, την υπομονή και την επιμονή και προπαντός το μεράκι και την αγάπη όλων των συντελεστών, για να έχει το χωριό μας ένα πόλο έλξης επισκεπτών.
Το Λαογραφικό Μουσείο Λιδωρικίου βρίσκεται στο κέντρο του χωριού. Στεγάζεται σε παραδοσιακό διώροφο, πετρόκτιστο κτίριο, δωρεά της οικογένειας Μαρίας Κάπου. Στόχος της ίδρυσης του Μουσείου είναι η διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του τρόπου ζωής του τόπου στα νεότερα χρόνια, η κατανόηση του παρελθόντος μας και η διατήρηση της ταυτότητάς μας μέσα από αυτό, καθώς φυσικά και η επιμόρφωση των επισκεπτών μας. Οι συλλογές του μουσείου αφορούν στις παλιές παραγωγικές δραστηριότητες (την γεωργία, την κτηνοτροφία και γενικά τα παραδοσιακά επαγγέλματα), τις σημαντικές πατροπαράδοτες τεχνικές, όπως την υφαντική και τον παραδοσιακό οικιακό εξοπλισμό. Τα αντικείμενα των συλλογών μας προέρχονται από το Λιδωρίκι, αλλά και την ευρύτερη περιοχή.
Πριν την βιομηχανική εποχή και πριν την αφθονία των τυποποιημένων προϊόντων, η παρασκευή κάθε είδους τροφής γινότανε αποκλειστικά στο σπίτι. Γι αυτό και παρά την λιτή διατροφή – όπου κυριαρχούν το ψωμί, οι ζύμες, τα όσπρια και τα λαχανικά – τα εργαλεία και τα σκεύη για την παρασκευή και το σερβίρισμα της τροφής είναι πολλά και ο εξοπλισμός μεγάλος.
Λεκάνες για να ζυμώσουν οι γυναίκες το καθημερινό ψωμί ή τις εορταστικές κουλούρες, πλαστήρι, πινακωτή, φουρνόξυλα και ταψιά για το ψήσιμο στον φούρνο. Για το βράσιμο στη φωτιά ή το τηγάνισμα ο τέντζερης, ο νταβάς και ο κούτλας (κατσαρόλι με χερούλι), το μπρίκι, το τηγάνι, κακάβια και καζάνια διαφόρων μεγεθών. Όσο για το σερβίρισμα υπήρχε η τσανάκα (γαβάθα), τα λεγκέρια (τα πιάτα), τα χλιάρια (κουτάλια), τα κύπελα, η τσίτσα του κρασιού (ξύλινο παγούρι), η στάμνα του νερού και η βαρέλα για να το μεταφέρουν, το ρόι του λαδιού, αλλά και το καφορτιστήρι του καφέ, οι λύχνοι του λαδιού ή οι λάμπες πετρελαίου για τον φωτισμό.
Τον εξοπλισμό γύρω από το φαγητό, συμπλήρωναν ο σοφράς, η πιατοθήκη, το φανάρι για την φύλαξη τροφών, αλλά και άλλα περιφερειακά σκεύη πήλινα, ξύλινα ή μπρούντζινα.
Από την Νεολιθική εποχή οι ανθρώπινες κοινότητες στρέφονται στην κατεργασία του μαλλιού και του λιναριού για τη δημιουργία νήματος, και στην ύφανσή τους για τη δημιουργία υφαντών ενδυμάτων. Φτιάχνουν δηλαδή από τις ίνες κλωστή και μετά διασταυρώνουν τις κλωστές και κατασκευάζουν υφαντά με την βοήθεια του αργαλειού.
Ο πιο διαδεδομένος τύπος αργαλειού, ο “καθιστός” ή οριζόντιος, αντικατέστησε τον “όρθιο” αργαλειό που μαρτυρείται από τα Ομηρικά χρόνια.
Ο αργαλειός κάλυπτε όλες τις πρακτικές και διακοσμητικές ανάγκες ενός σπιτιού και των ανθρώπων του, σε ύφασμα: ρούχα της δουλειάς και της γιορτής, εσώρουχα, σκεπάσματα και στρωσίδια, πετσέτες και καλύμματα, χαλιά, κουρελούδες, φλοκάτες και βελέντζες, τα πάντα και οπωσδήποτε και η προίκα των κοριτσιών, η οποία θα υφαινότανε από τις ίδιες, σύμφωνα με την φαντασία τους και το ταλέντο τους. Πανάρχαια Τέχνη η Υφαντική με συνεχή παράδοση πολλών χιλιάδων χρόνων, παρέμεινε μέχρι την εκβιομηχάνισή της στην σύγχρονη εποχή, αποκλειστικά γυναικεία και οικιακή απασχόληση.
Κτηνοτρόφοι ήταν οι περισσότεροι κάτοικοι στο Λιδωρίκι και γι’ αυτό τα κοπάδια πολλά, τα αιγοπρόβατα αμέτρητα!
Το καθημερινό γάλα, το μαλλί και φυσικά το κρέας ήταν τα προϊόντα από τα ζώα και έτσι τα εργαλεία του τσοπάνη και του τυροκόμου ήταν η καρδάρα για το άρμεγμα, τα κακάβια, τα μικρά καζάνια όπου ζέσταινε και έπηζε το γάλα, οι κάδοι για το αλάτισμα του τυριού και τα βαρέλια για την αποθήκευσή του.
Το βούτυρο από την άλλη, φτιαχνότανε στην καράμπα, το ειδικό μακρόστενο, ξύλινο, βαρελόσχημο δοχείο, όπου συγκέντρωναν το κορφόγαλο, αφού είχαν αφήσει το γάλα να ξυνίσει και να διαχωριστεί. Την δουλειά αναλάμβανε η νοικοκυρά, η οποία χτυπούσε το περιεχόμενο με το καραμπόξυλο, για να αποχωριστεί το βούτυρο από το ξινόγαλο.
Το τεφτέρι του μπακάλη ήταν ένα είδος λογιστικού βιβλίου της εποχής, ένα βιβλίο πιστώσεων, στο οποίο αναγράφονταν τα χρέη που όφειλαν από τις αγορές τους οι κάτοικοι του χωριού, λόγω έλλειψης ρευστού.
Το πιστωτικό σύστημα του βερεσέ, που ήταν αποδεκτό από τους μπακάληδες τού χωριού, λειτουργούσε ως εξής.
Ο αρχηγός της οικογένειας σε συνεννόηση με τον μπακάλη, άνοιγε έναν λογαριασμό για ψώνια, με μόνη (και άγραφη) εγγύηση την υπόσχεσή του, ότι μόλις ο νοικοκύρης θα πληρωνόταν, θα κατέβαλε τα οφειλόμενα στον μπακάλη για να διαγραφεί μέρος ή το σύνολο του χρέους.
Κοιτώντας πίσω στο παρελθόν στις χρονολογίες 1937 με 1939, μέσα από το τεφτέρι του Αλέξανδρου Γ. Ταμβάκη, παρατηρούμε τις προτιμήσεις των ανθρώπων, ανάλογα με την εποχή, τις ανάγκες και τις συνήθειες, τη συχνότητα αγοράς ορισμένων ειδών, τις εξοφλήσεις, όπως και τις πιο φτωχές περιόδους του χωριού, κατά τις οποίες τα χρέη αυξάνονταν.
Ο γαλατοτενεκές, το ειδικό μεταλλικό δοχείο που έφτιαχνε ο φαναρτζής για τη μεταφορά του φρέσκου γάλακτος. Σε χρήση από τους παραγωγούς – γαλατάδες, για την διανομή του ή την μεταφορά του στο τυροκομείο. Μπορεί ακόμα και όσοι δεν ήταν κτηνοτρόφοι στο χωριό, να έτρεφαν και καμιά κατσικούλα για το γάλα της, αλλά μην ξεχνάμε πως στην ακμή του, το Λιδωρίκι συντηρούσε και καθαρά αστικές οικογένειες υπαλλήλων, οι οποίες εξυπηρετούνταν από τον γαλατά.
Πλάι του ένα ξύλινο παγούρι που λέγεται “μπαρδάκα” και πρόκειται για κατασκευή του βαρελοποιού. Σύντροφος του ξωμάχου, μια και μ’ αυτό μετέφεραν το πόσιμο νερό στο χωράφι ή στην βοσκή, τσοπάνηδες και αγρότες.
Κάποτε όλη η περιουσία σε κόπους, ταλέντο και όνειρα ήταν στοιβαγμένα σε ένα πολύχρωμο γίκο, μέσα σε κάθε σπίτι. Βελέντζες, φλοκάτες, κιλίμια, καρπίδια, σεντόνια και πετσέτες, τραπεζομάντιλα, καραμελωτές και μπαντανες, πλούσια σε διάκοσμο και χρωματικούς συνδυασμούς, εργόχειρα μιας άλλης εποχής, που, εκτός από την αισθητική, την τέχνη και την φαντασία των δημιουργών τους, αποτύπωναν το ήθος και την οικονομική και πολιτιστική ζωή των κοινωνιών.
Για να εξυπηρετηθεί όλη αυτή η μεγάλη ποικιλία αναγκών σε υφάσματα για διαφορετικές χρήσεις, έχει επινοηθεί στην διάρκεια των αιώνων και μια μεγάλη ποικιλία τεχνικών ύφανσης, με διαφορές στους τρόπους διασταύρωσης των νημάτων: Κουκιαστό, Δίμιτο, Κουπωτό, Καρπιδωτό, Φλοκάτη, Καμποτό κ.ά. που έδιναν στο αποτέλεσμα διαφορετική εμφάνιση και ιδιότητες.
Ανάμεσα στα επαγγέλματα, με ιδιαίτερη εξειδίκευση και τεχνική, ήταν και το επάγγελμα του σαμαρά, στρατηγικής σημασίας για τις καθημερινές και επαγγελματικές δραστηριότητες που περιελάμβαναν μεταφορές. Και όσες μεταφορές δεν γινόντουσαν με το κάρο, αλλά μόνο με το υποζύγιο (άλογο, μουλάρι ή γάιδαρο) απαιτούσαν ένα σαμάρι επάνω στην ράχη του ζώου.
Το σαμάρι είναι μία σύνθετη κατασκευή που αποτελείται από έναν στιβαρό ξύλινο σκελετό, το “ξυλίκι”, με μαλακή επένδυση στο κάτω, εσωτερικό μέρος του που ακουμπάει επάνω στο ζώο, την “στρωματιά”. Φτιαγμένο από ξύλο, δέρμα, μάλλινο ύφασμα, αλλά και τσουβάλι, άχυρο και καρφιά, αποτελεί το κάθισμα του αναβάτη, αλλά ταυτόχρονα και τον φορέα των διαφόρων φορτίων.
Για να εξυπηρετήσει αυτές τις ανάγκες, ο σαμαράς, έπρεπε να φτιάξει μια ανθεκτική κατασκευή, προσαρμοσμένη όμως απόλυτα στο μέγεθος και τα μέτρα του κάθε ζώου, αλλά και στον τρόπο που κινείται ή στέκεται.
Προβιομηχανικά χειροποίητα εργαλεία δουλειάς, από ξύλο, μέταλλο ή πέτρα, για σκάψιμο, σκάλισμα, φτυάρισμα, κόψιμο κλπ., κάποια απλά, αλλά και πιο σύνθετα, για εξειδικευμένες εργασίες. Με τις τσάπες οι αγρότες θα αφρατέψουν το χώμα, οι χτίστες με το σκεπάρνι θα καρφώσουν ή θα βγάλουν τις πρόκες, ενώ οι ξυλουργοί θα πελεκίσουν το ξύλο, με το αντίστοιχο πριόνι θα κόψει ο παγοπώλης τον πάγο του. Εργαλεία που έχουν επινοηθεί πολλές, ίσως πάρα πολλές γενιές πιο πριν, γιατί ενώ από πολύ νωρίς οι άνθρωποι επινοούν εργαλεία για να προεκτείνουν την δύναμη και τις ικανότητές τους, η μορφή και ο τύπος τους πολύ λίγο διαφοροποιούνται από την εποχή που κατορθώνουν να επεξεργαστούν τον σίδηρο και μέχρι την εμφάνιση της βιομηχανίας.
Η νοητική δυνατότητα του ανθρώπου να εφευρίσκει και να χρησιμοποιεί εργαλεία, είναι το κυρίαρχο πλεονέκτημα στα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του, που από ανυπεράσπιστο θηλαστικό, τον φέρνει στην επικράτηση απέναντι στα ζώα και την δημιουργία πολιτισμού.
Το Μαγγάνι και η Ανέμη ήταν δυο απαραίτητα εργαλεία της υφάντρας. Μετά το γνέσιμο, τα νήματα βαφόντουσαν στην επιθυμητή απόχρωση και εδώ εκφραζότανε το ταλέντο και η χρωματική ευαισθησία και αντίληψη της μαστόρισσας, μέσα από τις φυσικές φυτικές χρωστικές που έδινε η ευρύτερη περιοχή του χωριού. Ταυτόχρονα γινόταν και ο βασικός διαχωρισμός των νημάτων σε στημόνι και υφάδι. Το στημόνι θα αποτελούσε την “βάση” και με αυτό θα διασταυρωνόταν το υφάδι με τα περάσματα της σαΐτας, φτιάχνοντας το υφαντό ανάλογα με την επιλεγμένη τεχνική. Τα γνέματα λοιπόν τα κάνανε τσικλί, δηλαδή μια μεγάλη θηλιά το καθένα. Το τσικλί το “φοράγανε” στην ανέμη και όποιο προοριζότανε για υφάδι, το τυλίγανε με το μαγκάνι, σε μασούρι (καλούμπα) για την σαΐτα.
Αντίθετα το γνέμα που προοριζόταν για στημόνι, από την ανέμη τυλιγόταν με το χέρι σε κουβάρι.
Συνηθισμένη εικόνα ανάμεσα στους επαγγελματίες της εποχής η φιγούρα του τσαγκάρη, με την σχεδόν ολόσωμη ποδιά, την σκληρή από τις κόλλες και λερωμένη από τις βαφές. Ο τσαγκάρης εκείνης της εποχής δεν αναλάμβανε μόνο την επισκευή, αλλά και την κατασκευή κάθε είδους υποδημάτων, εξ αρχής.
Επτά ήταν τα τσαγκαράδικα που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες τις ευρύτερης περιοχής του Λιδωρικίου στην ακμή του, και πολλά από αυτά απασχολούσαν δύο ή και περισσότερα άτομα.
Όλες οι εργασίες για την κατασκευή γινόντουσαν με το χέρι, με την χρήση ειδικών εργαλείων, όπως: σφυριά, φαλτσέτες, τανάλιες, βελόνες, μεζούρες, σουβλιά, καλαπόδια, φτιαγμένα κι αυτά στο χέρι.
Τα παπούτσια όλων των ειδών και για όλη την οικογένεια, κατασκευάζονταν τότε κατά παραγγελία. Αρχικά, έπαιρναν τη στάμπα του πέλματος του πελάτη, έφτιαχναν πρώτα το πάνω μέρος και ύστερα έκοβαν τη σόλα. Βασική πρώτη ύλη για την κατασκευή των παπουτσιών ήταν το δέρμα, ενώ από την δεκαετία του 1930 οι σόλες των τσαρουχιών και κάποιων καθημερινών παπουτσιών, κυρίως αυτών που φόραγαν οι κτηνοτρόφοι για να αντιμετωπίσουν το κακοτράχαλο ορεινό έδαφος, κατασκευάζονταν από μεταχειρισμένα λάστιχα αυτοκίνητων.
Μια ζυγαριά προερχόμενη από κάποιο μπακάλικο του χωριού. Μια ζυγαριά που πάνω της ζυγίστηκαν προϊόντα που έθρεψαν γενιές ολόκληρες στο πέρασμα του χρόνου. Στα μικρά αυτά μαγαζάκια της γειτονιάς έβρισκες τα πάντα: όσπρια, φακές, φασόλια, ρεβίθια, ξερά κουκιά, ρύζι, αλεύρι, ζάχαρη, όλα σε μεγάλους σάκους ή τσουβάλια, αλλά και βαρελάκια με φέτα, ελιές, τουρσιά, παστές σαρδέλες και πολλά άλλα. Στο προπολεμικό Λιδωρίκι ακμάζανε επτά μπακάλικα, τα τρία από αυτά ως μπακαλοταβέρνες.
Μια και χύμα πουλιόντουσαν τότε τα περισσότερα προϊόντα, τα έπαιρνε ο παντοπώλης με την σέσουλα, τα έβαζε σε χάρτινη σακούλα και τα ζύγιζε σε αυτή την ζυγαριά. Στο ένα μπρούτζινο τάσι η χαρτοσακούλα, στο άλλο τα σταθμά, τα βάρη δηλαδή σε δράμια, υποδιαιρέσεις της οκάς που ήτανε τότε σε χρήση. – Γράφ’ τα κύριε Νίκο!
Απόσταγμα προσπάθειας, μόχθου, φαντασίας και επιμονής, ήταν και τα τράστα, τα υφαντά σακούλια του γάμου, με τα οποία προσφερόντουσαν οι προβέντες, τα γαμήλια ψωμιά που προσέφεραν οι καλεσμένοι στον γάμο.
Ένα αγόρι και ένα κορίτσι προσκαλούσαν συγγενείς και φίλους στο γάμο, δίνοντας τους από ένα γαρύφαλλο και δύο κουφέτα τυλιγμένα σε μαλακό χαρτί.
Οι καλεσμένοι που προορίζονταν για το γλέντι, την Παρασκευή, πριν την τέλεση του μυστηρίου, επισκέπτονταν τη νύφη και τον γαμπρό αντίστοιχα, πηγαίνοντάς τους τρόφιμα αλλά και την προβέντα. Πολύχρωμα μοτίβα και σχέδια αποτυπώνουν την φαντασία των δημιουργών τους, και ποιος μπορεί αλήθεια να λογαριάσει σε πόσες και πόσες χαρές και γάμους στο Λιδωρίκι, πήγαν και ήρθαν τα πλουμιστά αυτά σακούλια;